θεοτικός

θεοτικός
-ή και -ιά, -ό [θεότητα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό, που προέρχεται από αυτόν («θεοτικιά φωνή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το θεοτικό
δυστύχημα που προέρχεται από τον θεό
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ. με περιληπτική σημασία) τα θεοτικά
εικόνες αγίων, ιερά βιβλία, θρησκευτικές τελετές, φυλαχτά κ.λπ.
επίρρ...
θεοτικά
1. κατά τρόπο θείο, θειοτικό
2. (για διανομή) με άνισο τρόπο, όπως διανέμει ο θεός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεοτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο Θεό ή προέρχεται από Αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”